- τσάρκος
- ο, Νμάντρα όπου βάζουν τα αρνιά και τα νεαρά κατσίκια που δεν απογαλακτίστηκαν ακόμη, όταν οι μητέρες βρίσκονται στη βοσκή.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < λατ. circus,-i «κύκλος», επειδή η μικρή ξύλινη μάντρα ήταν συνήθως κυκλική].
Dictionary of Greek. 2013.